Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐν τῷ δεξιῷ

См. также в других словарях:

  • δεξιῶ — δεξιάζω approve fut ind act 1st sg (attic epic ionic) δεξιόομαι greet with the right hand pres imperat mp 2nd sg δεξιόομαι greet with the right hand imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δεξιός on the right hand masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιῷ — δεξιάζω approve fut opt act 3rd sg δεξιός on the right hand masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιώ — δεξιός on the right hand masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιῶι — δεξιῷ , δεξιάζω approve fut opt act 3rd sg δεξιῷ , δεξιός on the right hand masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • десныи — (285) пр. 1. Правый, с правой стороны находящийся: донесъше тѣло ѥго положиша ѥ въ манастыри… || …на деснѣи странѣ цр҃кве ЖФП XII, 41б–в; поставиша ˫а надъ землею на деснѣи странѣ. СкБГ XII, 19в; ѥлико хотѩщеи ц(с)ре||ви покоритис˫а. и патриархѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ENSIS — I. ENSIS Ordo eq. in Cypro, a Guidone Lusiniano, qui a Richardo I. Angliae Rege insulam emerat, A. C. 192. institutus. Cuius insigne, Ensis argenteus, cum lemmate, Securitas regni. Primum equitem creavit Almericum fratrem, et 300 regni Barones, A …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • επιπάρειμι — (I) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.) 2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.) 3. αστρολ. κατέχω μια θέση. (II) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1.… …   Dictionary of Greek

  • εφεδράζω — ἐφεδράζω (Α) [εφέδρα] 1. στηρίζω, ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα», Ηλιόδ.) 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • περιτρίβω — ΜΑ τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.) μσν. τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.) αρχ. 1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»